Συντάκτης
Κανταράκη Δ. Σοφία. Φιλόλογος-θεολόγος
…«Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.»
«Χωρίς στεφάνι»
Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να ξεθολώσει ο νους και για να ξορκιστεί το «κακό» που μας βρήκε, γιατί έχουμε χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς, γιατί ακούμε τις ξένες σειρήνες, γιατί υποκλινόμαστε αβασάνιστα σαν ανδρείκελα σε ο,τι ξενόφερτο μας προσφερθεί, γιατί αποποιηθήκαμε κάθε τι ελληνικό και κάθε ρίζα μας την ξεριζώσαμε.
Και όμως αυτός ο γνήσιος Ρωμιός δεν υποκλίθηκε σε τίποτα από όλα αυτά. Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες.
Ο κυρ - Αλέξανδρος χωρίς να είναι επαναστάτης, επαναστατεί όταν η κοινωνία γίνεται εχθρικός τόπος για τον άνθρωπο. Τα διηγήματα του είναι λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά.
1
Κοινωνικού περιεχομένου, με πασχαλινή όμως απόχρωση είναι και το αθηναϊκό, «Χωρίς στεφάνι» του 1896.Πλημμυρισμένο μεν από τα πασχαλινά έθιμα της Αθήνας, κρύβει δε, μια βαθιά αίσθηση λύπης και περιρρέουσας μελαγχολίας σε μια ατμόσφαιρα χαλιναγωγημένη και συγκρατημένη. Το πασχαλινό δράμα αφορά εδώ και μια άλλη αγνή ψυχή, μαρτυρικά υπομένουσα τα δικά της πάθη, μια ψυχή με καταπιεσμένα αισθήματα αλλά και με πολλές πληγές, ίσως αγιάτρευτες.
Το διήγημα προφανώς διαδραματίζεται στην ΑΘήνα, και μάλιστα στην περιοχή των Αγ.Αναργύρων Ψυρρή.
Μια κατάσταση ελεύθερης, ή μάλλον σχεδόν «καταναγκαστικής», συμβίωσης περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του. Αυτή αφορά την περίπτωση μιας πολύπαθης και μαρτυρικής
αστεφάνωτης δασκάλας, η οποία τις
άγιες μέρες του Πάσχα δεν τολμούσε να πλησιάσει στην εκκλησία.
Με σκηνοθετική μαεστρία περιγράφει την εσωτερική της κατάσταση αλλά και την ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα σε όλες της εκφάνσεις. Η γυναίκα, με κάθε επίγνωση της κατάστασης της κρύβεται, φοβάται, απομονώνεται, αποφεύγει συνειδητά κάθε επαφή με τους γυμνούς οφθαλμούς των διπλανών της. Φοβάται ακόμη και να την αντικρίσουν αυτές τις άγιες μέρες, που η κατάνυξη και η μεταμέλεια δίνουν τη θέση τους σε κάθε αμαρτωλή σκέψη. Ξεκάθαρη και συνειδητή επιλογή μιας κατά τα άλλα καθώς πρέπει κυρίας , με μόρφωση αλλά και ανατροφή. Η θέση του πεζογράφου είναι σαφής στο σημείο αυτό , μην αφήνοντας τροφή για υπονοούμενα. «Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.»
Η κοινωνία όμως είναι εχθρική απέναντι σε ανύπαντρες γυναίκες. Και ο Παπαδιαμάντης ως κοινωνικός επιστήμων στηλιτεύει και καταδικάζει, μέσα από την περιγραφή της πορείας αυτής της γυναίκας, την επιθετικότητα που εισπράττει αλλά και την αναγκαστική αποξένωση της ως δήθεν μίασμα της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η γυναίκα μεγαλώνει ξένα παιδιά με όλη τη μητρική θαλπωρή και αγάπη που τους αρμόζει, υπομένουσα , εγκαρτερούσα ίσως κάποτε και τα δικά της. Ανυπέρβλητο παράδειγμα ανθρωπισμού και ύψιστου αλτρουισμού, που συνάδει άψογα με τις άγιες μέρες του Πάσχα. Να δίνεις χωρίς ανταπόδοση και λυτρώνεις χωρίς εσύ να λυτρώνεσαι.
Ο Παπαδιαμάντης κατανοεί την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση της γυναικείας ύπαρξης. Κατανοεί την κοινωνική αδικία. Δεν είναι φωτογράφος αλλά ψυχογράφος. Δεν μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα διαισθάνεται, έτσι δεν ζωγραφίζει απλώς αλλά δημιουργεί ανθρώπους δικούς μας. Ανθρώπους που υποφέρουν μαρτυρικά τον Γολγοθά τους και στέκονται στο ύψος που εκείνος τους θέλει.
Ο Κ. Βάρναλης (αναφερόμενος στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Παπαδιαμάντης τους ήρωές του):
«(...) Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους εξιλεώνει η δυστυχία, η άγνοια, η αδυναμία ν' αντιδράσουνε στη Μοίρα και να νικήσουνε με τη βοήθεια του λογικού και της θέλησης την ανθρώπινή τους φύση. Γι' αυτό όλοι τους είναι δικαιωμένοι μέσα σ' έναν ανώτερον κόσμο Συγνώμης κι Ελέου. Ο ίδιος ο δημιουργός τους (σ.σ. ο συγγραφέας) τους αγαπά, τους συμπονεί και τους συχωρνά. Τους συχωρνά όχι τόσο σα χριστιανός παρά σαν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, που τοποθετείται μέσα στην αιωνιότητα (...)».2
Πάντα μπροστά από την εποχή του, o Παπαδιαμάντης θα προτείνει ήδη από το 1896 την κοινωνική τακτοποίηση με την ψήφιση του πολιτικού γάμου. Δηλαδή περίπου 100 χρόνια πριν την τελική καθιέρωσή του από την ελληνική πολιτεία τολμά και προβλέπει τον πολιτικό γάμο. Όσο για την εκκλησιαστική αποκατάσταση, οι ελπίδες του Σκιαθίτη «σ’ Αυτόν που ανέστη ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων» φαίνεται να βρίσκονται στην ουσία της θυσιαστικής αγάπης του Εσταυρωμένου και της θεολογίας της Εκκλησίας Του. Αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη η ευρύτητα του πνεύματος και του ηθικού κριτηρίου του Παπαδιαμάντη.
Αφ'ενός υποστηρίζει την θέσπιση του πολιτικού γάμου, θεσμό που οικονομεί όσους αντιμετωπίζουν ποικίλα εμπόδια για μια άμεση θρησκευτική τελετή.
Αφ'ετέρου προσεγγίζει το δράμα της δασκάλας, που παγιδεύτηκε, με τόση συμπάθεια και κατανόηση και με τόση ελπίδα για το τελικό έλεος παρά Θεού.. Πόση μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια δείχνει απέναντι σε μια γυναίκα για την κατάσταση στην οποία έχει επέλθει, επ’ουδενί κατηγορώντας την ή επιρρίπτοντας της ευθύνες. Με περισσό ψυχικό πλούτο καρδιάς την υπερασπίζεται και φαίνεται να συμμερίζεται το πόνο της.
Ιδού όμως και η γνώμη του για το γάμο :«Το ζήτημα, βλέπετε, το περί γάμου και αγαμίας, είναι βαθύ, είναι εν των δυσκολωτέρων κοινωνικών ζητημάτων. Μην είμεθα βάρβαροι, μη θέλωμεν να επιβάλωμεν βίαν εις τους ανθρώπους. Τάχα απαντάτε σήμερον πολλούς εγγάμους να είναι ευχαριστημένοι από την τύχην των, ή βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος, ως έπρεπε να είναι, ως επιούσιος κοινωνικός άρτος, ως θεμελιώδης θεσμός; Πολλού γε και δει. Ή μήπως οι μόνοι άγαμοι σήμερον είναι οι καλόγηροι;
Ας καταστήσωμεν πρώτον τον γάμον δυνατόν δια τους επιθυμούντας να νυμφευθώσι, και ακολούθως έχομεν καιρόν ν’ αναγκάσωμεν και τους μη επιθυμούντας. Ας ανοίξωμεν πρώτον την θύραν εις τους θέλοντας να εισέλθωσι, και κατόπιν βιάζομεν και τους μη θέλοντας.»
Α.Π. 2,323-324
. Δυο τρία επουσιώδη σημεία αυτού διηγήματος, που έχει για ηρωίδα τη δασκάλα Χριστίνα, απόφοιτη του Αρσακείου, παραπέμπουν στο πρώτο μυθιστόρημα του Βώκου, "Ο κύριος Πρόεδρος", που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια και κατόπιν σε βιβλίο, το 1893, από την "Ακρόπολη", στην οποία και οι δυο εργάζονταν. Προ χρόνων η Χριστίνα πήγαινε στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κατόπιν εκκλησιαζόταν λάθρα, καθότι αμαρτωλή, σε εκκλησία κοντά στο σπίτι της, όπου έψελναν τα ορφανά του Χατζηκώστα. Το πιθανότερο, κατοικούσε στην ίδια γειτονιά με τη Χρυσάνθη, την άτακτη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βώκου, δηλαδή στα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου. Ύστερα, όπως και οι ήρωες του Βώκου, η Χριστίνα, για να διοριστεί δασκάλα, χρειάστηκε τις συστάσεις των κομματαρχών, οπότε ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την εκμεταλλεύτηκε. Και ο Παπαδιαμάντης, ακριβώς πριν έναν αιώνα, προέτρεπε να ψηφιστεί ο πολιτικός γάμος
3.
Τόσο μπροστά από την εποχή του ήταν και τόσο προοδευτικός αλλά και διορατικός, φωτεινό και διαχρονικό παράδειγμα
Ανθρώπου και
Ψυχής.
Βιβλιογραφία
1)Πασχαλινός Παπαδιαμάντης- Μ. Θεοδοσοπούλου
2) Κώστας Βάρναλης «Αισθητικά - Κριτικά - Σολωμικά» («ΚΕΔΡΟΣ»).
3)ΠΗΓΗ:εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4-7-2010
4)Απαντα. Τριανταφυλλόπουλος τευχ. 3.Εκδοσεις Δόμος.
Δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό πολιτισμού 24grammata