Αν νομίζετε οτι τα σημερινά παιδιά είναι πολύ ζωηρά και έχουν ξεφύγει λίγο, κάνοντας μαρτυρικό το μάθημα σας,τότε πλανάσθε πλάνην οικτρά.Ρίξτε μια ματιά στο παρακάτω διήγημα και θα καταλάβετε τι εννοώ.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ: Η ΔΑΣΚΑΛΟΜΑΝΑ
Ακούστε εμέ να σας πω! Να μην ανοίγετε χαρτί!...Να μην ακούτε το δάσκαλο!...Να μη φοβάστε τσ’ πατεράδες σας!...Να δέρνετε τσ’ μανάδες σας!..
Ούτως ηγόρευε προς θορυβώδη όμιλον δεκαετών και δωδεκαετών παιδίων, αναβάς επί του τελευταίου θρανίου, του απωτάτου από της δασκαλοκαθέδρας, ο Γιαννιός, ο Βρυκολακάκης, είς των μεγαλυτέρων μαθητών. Εφοίτα από επταετίας και ήτο ήδη δεκαπενταετής, αλλά μόλις είχε μάθει να διαβάζει συλλαβιστά. Ενθυμούμενος τα παλαιά εκείνα χρόνια, δεν έπαυε να οικτείρει την παρούσαν κατάστασιν του σχολείου, όπου όλα τα παιδιά ήταν μικρά, όλο σμαρίδα, όλο αθερίνα. Πρώτα ήταν όλοι μεγάλοι.
« Πού να ήσαστε σεις τον καιρό που ήτον ο άλλος ο δάσκαλος που πέθανε, ο Φλάσκος, Φλάσκο – μπιμπίνος, ο κιτρινιάρης!».
Και σείων την κεφαλήν, διηγείτο προς τους μικρούς μαθητάς, οίτινες τον ήκουον εκπέμποντες μεγάλα επιφωνήματα θαυμασμού, πώς ο Τζώρτζης ο Σγούρας, δεκαοχτώ χρόνων, υψηλός, με ανωρθωμένα σγουρά μαλλιά, τα οποία δεν ηδύνατο να διευθετήσει το κτένιον, έδειρε μίαν φοράν τον άλλον διδάσκαλον, τον «Φλάσκο Φλάσκο – μπιμπίνο, τον κιτρινιάρη», πολιορκήσας αυτόν όπισθεν της δασκαλοκαθέδρας, και κατενεγκών τρεις σφιγκτούς γρόνθους κατά του στέρνου του, διότι ο διδάσκαλος ηπείλησε να τον κλείσει εις το κάτωθεν της δασκαλοκαθέδρας σωφρονιστήριον, όπου έβοσκον βλατούδες και ψαλίδες, πολυποδαρούσες και όχι ολίγοι ποντικοί. Πώς ο διδάσκαλος είχε συγκαλέσει την επιτροπήν και απήτει την αποβολήν του Τζώρτζη, αλλ’ η επιτροπή αντέτεινε, μη θέλουσα να δυσαρεστήσει τους οικείους του μεγαλοσώμου και φριξότριχος μαθητού.
Πώς παραδόξως, δηλαδή λίαν ευλόγως, ο Τζώρτζης ευρέθη σύμφωνος με τον διδάσκαλον εις το κεφάλαιον τούτο, καθόσον, αφού επί δεκαετίαν είχε φοιτήσει εις το σχολείον, και μόλις είχε μάθει να συλλαβίζει (μόνον ότι συνέχεε κάποτε το η με το π και το ζ με το ξ), ησθάνετο νυν ακατάσχετον πόθον να διαρρήξει τ’ αφόρητα εκείνα δεσμά και να εμβαρκάρει με το καράβι του θείου του! Ίσως μάλιστα δι’ αυτό το έκαμεν, έδειρε τον διδάσκαλον επίτηδες, δια να τον αποβάλουν. Και τότε η επιτροπή έπεισε τους οικείους του να τον αποσύρουν ευσχήμως.
Τοιαύτα τινά πορίσματα της αλληλοδιδακτικής μεθόδου υπέβαλλε συχνά εις την μελέτην των συμμαθητών του ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης. Την ημέραν δ’ εκείνην είχεν αναβεί επί του θρανίου και απήγγελλε την διδαχήν, την οποίαν ο διδάσκαλος, κύπτων επί της τραπέζης του, πνιγομένων των λέξεων εν μέσω του θορύβου, δεν ήκουεν, ουδ’ έβλεπεν καν τον υψηλόν μαθητήν όστις προς την δασκαλοκαθέδραν βλέπων (ο διδάσκαλος εκάθητο ενώπιον τραπέζης κάτω της δασκαλοκαθέδρας), επροφυλάσσετο, και ήτο έτοιμος να πηδήσει κάτω του θρανίου, αν ο διδάσκαλος έστρεφε το βλέμμα προς τα εδώ.
Ταύτα συνέβαινον καθ’ όν χρόνον ο διδάσκαλος, μεγαλόσωμος, με ηράκλειους ώμους και βραχίονας, επικαλούμενος συνήθως η «Δασκαλομάνα», προ μικρού είχεν εισέλθει εις το σχολείον, και σχετική ησυχία επεκράτει μεθ’ υποκώφου βοής, ομοία με την φουσκοθαλασσιά.
Αλλά προ ημισείας ώρας εάν τις διήρχετο εις απόστασιν διακοσίων βημάτων έξωθεν του σχολείου, θα ενόμιζεν ότι ήτο θηριοτροφείον ειδικόν δια θώας της ερήμου, και δι’ άλλα ανήσυχα αγρίμια. Τα παιδιά εχόρευαν, επήδων, εσκίρτων, εφώναζαν, διεπληκτίζοντο, εγέλων, έκλαιον. Ήτο θέρος και καύσων πνιγηρός. Παμμιγής βοή ανήρχετο διά των οκτώ ανοικτών μεγάλων παραθύρων, εχόντων όλα σχεδόν τα υαλία σπασμένα και τα πλείστα παραθυρόφυλλα φαγωμένα, τους στροφείς εσκωριασμένους. Τα θρανία χωλά, κινούμενα, χορεύοντα, εφαίνοντο ως σχεδίαι πλέουσαι εντός του κύματος των παιδικών κεφαλών. Η διδασκαλική έδρα, υψηλή, με τα φατνώματα σαπρά, κεχηνότα, ωμοίαζε με βάρκαν ξουριασμένην μακράν του λιμένος υπό του ανέμου.
Ο πρωτόσχολος, γυμνόπους, ελαφρά και μετά προφυλάξεως πατών, δια να μη βυθισθεί και εμπέσει παρ’ αξίαν εις το πειθαρχείον, πότε γελών και πότε σοβαρευόμενος, προσεπάθει να επιβάλει σιωπήν. Αλλά την σφυρίκτραν, το έτερον σύμβολον του αξιώματός του, την είχε κλέψει ο Γιαννιός ο Βρυκολακάκης, και δι’ αυτής εξέβαλλε μανιώδεις συριγμούς, παρωδών τον απόντα διδάσκαλον. Έμεινε μόνον εις τον πρωτόσχολον η βέργα, το κυριώτερον όπλον του, αλλά και ταύτην την εξουδετέρωσεν ο Γιαννιός ο Χατζηδημήτρης, ο Στρατής ο Καραθύμιος και άλλοι τολμηροί παίδες, ανοίξαντες κρυφίως την θύραν του σωφρονιστηρίου, όπου ήξευραν, ότι είχεν ταμιευμένην ο διδάσκαλος την δέσμην του, και αρπάσαντες πολλές βέργες, τας οποίας εμοίρασαν εις τους συμμαθητάς των, κρατήσαντες τας λιγυροτέρας και τσουχτερωτέρας δι εαυτούς˙ τότε ήρχισε μάχη και άλλοι μαθηταί απέσπασαν τους δείκτας από του τοίχου, άλλοι κατεβίβασαν τους τηλεγράφους από της καθέτου σανίδος των θρανίων και κυνηγούμενοι έτυπτον αλλήλους.
'επεται συνέχεια.....
από την κριτική έκδοση του Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλου