Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Λίγη ακόμη ιστορία.


 Ψηφιακή βιβλιοθήκη

Τα έξι φυλλάδια της έκδοσης «Λίγη ακόμη ιστορία» λειτουργούν σαν συμπληρωματικό υλικό στο Βιβλίο "Νεότερη και σύγχρονη Ιστορία. Από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 21ου αιώνα" για το μάθημα της ιστορίας της Γ' Γυμνασίου.. Περιλαμβάνει :
πρόσθετο υλικό με πληροφορίες για όρους που επισημαίνονται με ειδικό τρόπο στο κείμενο της αφήγησης, κείμενα που συμπληρώνουν την αφήγηση του βιβλίου, χάρτες και εικόνες που την εμπλουτίζουν, χρονολογικούς πίνακες, πηγές, πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς τις πληροφορίες που παρέχουν, χρονολόγια και δραστηριότητες που αποσκοπούν να τονώσουν την ενεργητική διαδικασία μάθησης.

Ανάλογο συμπληρωματικό υλικό θα βρείτε για όλες τις τάξεις και μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε στο διαδραστικό πίνακα για σχολιασμό νέων  πηγών αλλά και  εικόνων.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Η περιγραφικότητα και η εικονοποιΐα στον Παπαδιαμάντη ως κριτήριο φιλαναγνωσίας.

Τι συμβαίνει, όταν οι μαθητές γίνονται κριτές και «ανακρίνουν» τους καθηγητές τους σχετικά με τα οφέλη των  αναγνωστικών διαδρομών  της προγραμματισμένης ύλης;  Τι θα μπορούσε να  λειτουργήσει ως κίνητρο, για να διαβάσουν τα ίδια τα παιδιά λογοτεχνικά βιβλία και δη Παπαδιαμάντη;   Ποιος είναι ο ρόλος των εκπαιδευτικών σ' αυτή τη διαδικασία;

Όσες φωνές και να αντηχούν προς την αντίθετη κατεύθυνση, η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη μπορεί αδιαμφισβήτητα να κερδίσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον  των μαθητών με πρωτεργάτες την περιγραφική της δεινότητα και την διεισδυτική της ματιά, σε λεπτομέρειες που κεντρίζουν το ενδιαφέρον αλλά προκαλούν και  το γέλιο, μεταφέροντας τις σκηνές εμπρός στα μάτια των μαθητών, με λέξεις ίσως και περίεργες, πρωτάκουστες και πρωτόγνωρες, που χρήζουν σίγουρα της παρουσίας λεξικού, δεν παύουν όμως να μαγεύουν σαγηνευτικά την ακοή και να ερεθίζουν την φαντασία. Εξάλλου, τα παιδιά διαμορφώνουν έτσι γενικότερα  γνωσιακά  και δομικά σχήματα που αφορούν στον κοινωνικοπολιτισμικά αποδεκτό τρόπο δόμησης των αφηγήσεων, όταν εμπλέκονται και αυτά στις αφηγήσεις και αναζητούν το δικό τους πορτρέτο, στους ήρωες των διηγημάτων.
 Η δύναμη της περιγραφής και των εικόνων είναι αναμφίβολα και η δύναμη της Γραφής του Παπαδιαμάντη, ο τρόπος που τις χειρίζεται και τις  αντιλαμβάνεται, μεταδίδοντας σε μας αποτυπώσεις της απτής πραγματικότητας. Ποιά στοιχεία, όμως,  είναι εκείνα που επιτρέπουν  στο μαθητικό ψυχισμό να επηρεαστεί και να γίνει δεκτικός σε αναγνωστικές διαδρομές που, ενδεχομένως, θα τον σαγηνεύσουν,  αλλά και παράλληλα θα τον ταρακουνήσουν από τη γραμμικότητα της  σχολικής προγραμματισμένης πορείας;

Η λογοτεχνία, ως γνωστόν, μεταχειρίζεται τη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας, όπου ο λόγος είναι φορτισμένος με τη μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση και ανοίγει νέους ορίζοντες στη θέαση του κόσμου, αφού μεταστοιχειώνει την πραγματικότητα σε ένα παιχνίδι υποβολής και επιβολής. Συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια, στην ανάπτυξη της φαντασίας, στην ψυχική ωρίμαση και φυσικά στην γλωσσική του ανάπτυξη. Σημαντικότερο, όμως, θεωρείται το γεγονός της ταύτισης με τους έφηβους ήρωες του πεζογράφου και της εξιδανίκευσης όλων εκείνων των καταστάσεων που δύσκολα ένα παιδί, κυρίως της πόλης, θα μπορούσε να βιώσει.  Σε μια περίεργη ελευθερία και ανεμελιά, μπερδεμένη με ιδιωματισμούς και λέξεις, συναντιούνται εφηβικά πρόσωπα, άλλοτε στο σχολείο, άλλοτε στις γειτονιές σε σκηνές απαράμιλλης σκηνοθεσίας, δίνοντας το στίγμα  μιας άλλης εποχής…..
 «Η λειτουργία των περιγραφών στον Παπαδιαμάντη, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύμβολα ποιητικά.», γράφει η Ε. Πολίτου – Μαρμαρινού.
Η έμπρακτη εφαρμογή, λοιπόν, της υποτύπωσης. Η υποτύπωση, στη λογοτεχνία, είναι, όταν γράφεις ακριβώς τις λέξεις που χρειάζονται, ώστε να δώσεις τροφή στη φαντασία του αναγνώστη, να απεικονίσει μέσα στο μυαλό του εκείνο που θέλεις. Κι αυτό είναι, θεωρώ, που πετυχαίνει ο Παπαδιαμάντης. ¨όσον αφορά στον όρο, ο Μπαμπινιώτης λέει για την υποτύπωση: η παραστατική απεικόνιση με τον λόγο (καταστάσεων, πραγμάτων κ.λπ.). Δίνεις τα απαραίτητα χαρακτηριστικά και τα υπόλοιπα αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη. Εκείνο που κάνει ο συγγραφέας είναι, απλά, να κατευθύνει τη φαντασία. Είναι σαν να δίνει τις απαραίτητες οδηγίες ώστε να παίξεις μια ταινία μέσα στο μυαλό σου. Δεν θα παίξουν όλοι οι σκηνοθέτες/αναγνώστες ακριβώς την ίδια ταινία· θα έχει διαφορές σε πολλά πράγματα. Αλλά όχι στα βασικά. Ούτε καν στις βασικές λεπτομέρειες.1
Κινούμενοι στο χώρο του αφαιρετικού και του μεταφορικού, οι μαθητές έρχονται αντιμέτωποι με εικόνες και περιγραφές που αγγίζουν ευαίσθητες χορδές και λεπτά σημεία της ψυχής τους σε μια εποχή που η επιρροή του φορμαλισμού έχει απομακρύνει την ανάγκη της λογοτεχνικής τέρψης και της αισθητικής απόλαυσης.

Η νοερή τέρψη, απούσα σήμερα από το μαθητικό και συνάμα εξοντωτικό  πρόγραμμα υπερπληροφόρησης, αφήνει εμφανή τα αποτυπώματά της, στην επιρρεπή και πάντα δεκτική μαθήσεως νεανική ψυχή, που τροφοδοτείται με μια αδιάλειπτη μαρτυρία της παπαδιαμαντικής εικονοποιίας. Φυσιολατρικές περιγραφές με ενσαρκωμένα άψυχα όντα, υποκλίνονται στην αναγνωστική πορεία, χαρτογραφώντας έναν κόσμο με μαρκαρισμένη την κάθε του λεπτομέρεια.
Λειτουργώντας καθοδηγητικά, αυτές οι λεπτομέρειες, που οπτικοποιούν τα δρώμενα, γίνονται το κίνητρο φιλαναγνωσίας και απορίας  συνάμα, για την εξέλιξη του κάθε έργου. Δίνουν τη γεύση και το άρωμα που χρειάζεται   να ενδυναμώσει την γνωστική τους όρεξη.
Χαρακτηριστικές οι περιγραφές από το παιδικό  διήγημα ‘’Γουτού Γουπατού’’,
«Εθεώρει τον εαυτόν του ως άχρηστον. Εξαιρουμένης της γλώσσης το ήμισυ του ανθρώπου ήτο υγιές. Ο δεξιός πους εσύρετο κατόπιν του αριστερού, δεν εκινείτο ελευθέρως. η δεξιά χειρ αν και χονδρή και δυσανάλογος, και σχεδόν παράλυτος φαινομένη, είχε τεραστίαν ρώμην. Ωμοίαζε με μάγγανον ή με οδόντας ταυροσκύλου. Δια να δράξει έν πράγμα, συνήθως βραχίονα ή πλάτην κανενός παιδίου οχληρού, εχρειάζετο κόπον• έπρεπε να την βοηθήσει η άλλη χείρ, να ψαύσει δηλαδή τον  γρόνθον της δεξιάς, και να τον  διευθύνει• αφού όμως άπαξ έδραττε το αντικείμενον, η τεραστία χειρ δεν το άφηνε πλέον, σχεδόν και αν ήθελε να το αφήσει. Αλλοίμονον τότε εις τον βραχίονα, εις την ωμοπλάτην, αλλοίμονον εις την κεφαλήν του αυθάδους!
Ήτο χωλός  και  κυλλός  και  μογιλάλος. Ήτο ο Μανωλιός το Ταπόι.»
«……..Όλα τα παιδιά του χωρίου ήσαν διηρημένα εις δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αι εχθροπραξίαι ήρχιζον από το φθινόπωρον, διήρκουν καθ’ όλον τον  χειμώνα, εξηκολούθουν την άνοιξιν, και δεν έπαυον το θέρος —ειμή εφ’ όσον μετεφέροντο εις τον ελεύθερον κάμπον, όπου εκοκκίνιζον άωρα και ημωδίαζον τους οδόντας προκλητικά τα μήλα, τα κεράσια, τα απίδια, και ύστερον τα σταφύλια. Ο επίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ιδίως την Κυριακήν των Βαΐων, αλλ’ όμως ο πετροπόλεμος ο καθημερινός ποτέ δεν εκόπαζε μεταξύ των δύο φουσάτων»….
Διασκεδαστικά  λειτουργώντας, το κείμενο τρυπώνει πάραυτα στον εσώτερο κόσμο των παιδιών, που παραλληλίζουν  τα δικά τους πρόσωπα με τους πρωταγωνιστές και αναπολούν  βιωματικά δικά τους καθημερινά στιγμιότυπα,  ή ακριβώς αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω, ο καθένας θα παίξει στο μυαλό του το ρόλο που θέλει.
Σύμφωνα με τον  Παλαμά, τον επισημότερο κριτικό της μεταψυχαρικής περιόδου  που συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, ο Παπαδιαμάντης "δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης". "Ενα περιβόλι, γράφει, είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...). Παντού τα συγκεκριμένα καί τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις".
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αναφέρει:  «Εις όσα έργα του εδιάβασα μου έκανεν  εντύπωσιν η περιγραφική του δύναμις. Με φαίνεται ότι είναι λαμπρά ασκημένος  στης περιγραφής την τριπλή ικανότητα, το ποιά πρέπει να λεχθούν, το ποιά να παραληφθούν, και εις ποία πρέπει να σταματηθή η προσοχή».

Χαρά στην τέχνη και ’’ποιητικοί’’ πίνακες οι περιγραφές του, με ζωντανούς τους πρωταγωνιστές, καλούς και κακούς,  έτοιμους όμως, να σε αγγίξουν και να σε ενσωματώσουν στη δική τους πραγματικότητα,   είναι  η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Τέτοιου είδους ζωντάνια και παραστατικότητα είναι τα κίνητρα που προσελκύουν  στην φιλαναγνωσία.
«…Δύναμή του είναι η κίνηση των ηρώων του… Πώς σκηνοθετεί, πώς φωτίζει, πώς κινεί τα πρόσωπά του, έμψυχα και άψυχα, μέσα σ’ ελάχιστη ώρα και σ’ ελάχιστο χώρο και σ’ ελάχιστο φως. Και μ’ ελάχιστα λόγια. Ιστορίες σκηνοθετημένες σ’ ένα πολλαπλό «ανάμεσα»: ανάμεσα στους βράχους και στη θάλασσα, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στα νιάτα και στα γηρατειά, ανάμεσα μοιρολογιού και ποιμενικού άσματος, ανάμεσα ζωής και θανάτου.. Έχει το ρίγος της τραγωδίας και το θάμπος του παραμυθιού…»

Μέσα από τις διαδρομές στα παπαδιαμαντικά  μονοπάτια είναι σίγουρο ότι οξύνεται και παράλληλα διευρύνεται  η αναγνωστική ικανότητα των μαθητών, επιτυγχάνοντας παράλληλα και   την αισθητική  απόλαυση μέσω της αναγνωστικής τους περιπλάνησης.
Εκεί, έρχεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, που επαφίεται πλέον στην δική του διάθεση, ίσως και ευχέρεια, ή  από τη μια,  να εξυψώσει, όχι πλέκοντας το εγκώμιο, αλλά αποκαλύπτοντας και μετουσιώνοντας στην τάξη τη δύναμη αυτού που θα διδάξει,  υπερδιπλασιάζοντας την με τα κατάλληλα ‘’εργαλεία’’  και συνθέτοντας το ψηφιδωτό της λογοτεχνικής αξίας,  ή από την άλλη  να υποβαθμίσει, απλά αδιαφορώντας για  την επικείμενη  αξία του λογοτέχνη και προσπερνώντας τον ως μια άλλη αγγαρεία.
Ο συσχετισμός, επίσης, των κειμενικών στοιχείων του λογοτεχνήματος με τα εποπτικά μέσα (εικόνα, ήχος, εκπόνηση πολυμεσικού κειμένου) εικονοποιεί τη γνώση και στηρίζει την κριτική σκέψη.  Για τον Sless (1981) η οπτική σκέψη είναι ένας μηχανισμός χειρισμού του οπτικού περιβάλλοντος με σκοπό τη δημιουργία συγκεκριμένων νοημάτων. Αποτελεί πραγματικά πρόκληση η χρήση της οπτικής σκέψης ως εκπαιδευτικό εργαλείο. Η όραση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο κατά τη διαδικασία της μάθησης. Θεωρητικοί της οπτικής αντίληψης (Arnheim, 1999) υποστηρίζουν πως η όραση και η σκέψη είναι αλληλένδετες λειτουργίες. Ο Sless (1981) με τη σειρά του έχει υποστηρίξει πως η ανάπτυξη του εγκεφάλου έχει στηριχτεί στην ανάγκη επεξεργασίας εικόνων και υποστηρίζει ότι «η όραση είναι η έδρα της ευφυΐας»,άρα και ένα δυνατό μέσο μάθησης.2
Ως γνωστόν, η εικονοποιία του Παπαδιαμάντη συναλλάσσεται αδιάλειπτα με το ασυνείδητο, σε μια μύχια μεταφορά της φύσης-Μητέρας, όμως το Πραγματικό, μέσα στο κείμενο, μένει χωρίς συνδιαλλαγή με την ανάγκη μας να το αναπαραστήσουμε, ώστε αυτή η ανάγκη, ματαιωμένη, κάνει να εξαρτόμαστε απ' τον Παπαδιαμάντη για πάντα.3








Πηγές.
1.Περί Γραφής: Υποτύπωση και το Περιγραφικό Ιδίωμα
       Οι οδοδείκτες της φαντασίας. Κ.Βουλαζέρης
2. 1ο  Εκπαιδευτικό Συνέδριο «Ένταξη και Χρήση των ΤΠΕ στην Εκπαιδευτική Διαδικασία.     M. Ξέστερνου
3. Η αποφατική μέθοδος, Ευγένιος Αρανίτσης.