Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Παιδικές παρουσίες στον Παπαδιαμάντη.






Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη ε­μπλέ­κο­νται και παι­διά. Πε­ρί­που στα μι­σά, αν θε­λή­σου­με να με­τρή­σου­με και τους τρι­τα­γω­νι­στές. Μό­νο, ό­μως, σε τέσ­σε­ρα, θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν η α­τμό­σφαι­ρα κα­θα­ρά εύ­θυ­μη. Στα υ­πό­λοι­πα, τα παι­διά δει­νο­πα­θούν ποι­κι­λο­τρό­πως.
Υπο­φέ­ρουν α­πό πεί­να («Η στα­χο­μα­ζώ­χτρα»), πνέ­ουν τα λοί­σθια («Ο πο­λι­τι­σμός εις το χω­ρίον»), εί­ναι η­μι­θα­νή βρέ­φη («Φώ­τα-Ολό­φω­τα»), πά­σχουν δί­πλα στην ε­τοι­μο­θά­να­τη μη­τέ­ρα τους («Η χτυ­πη­μέ­νη»), ή, τέ­λος, έ­χουν κι αυ­τά το μερ­τι­κό τους στις τα­λαι­πω­ρίες των ε­νη­λί­κων («Στο Χρι­στό στο Κά­στρο», «Τα Χρι­στού­γεν­να του τε­μπέ­λη»).
Κα­τ' ε­ξαί­ρε­ση, στο α­θη­ναϊκό διή­γη­μα «Φι­λό­στορ­γοι», τα παι­διά κα­λο­περ­νούν, πα­ρό­λο που εί­ναι α­πό ε­κεί­να του Ορφα­νο­τρο­φείου, κι αυ­τό για­τί στά­θη­καν τυ­χε­ρά και τα α­νέ­λα­βαν πραγ­μα­τι­κοί “φι­λό­στορ­γοι”, οι ο­ποίοι και πα­ρου­σιά­ζο­νται ως μάλ­λον γρα­φι­κή ε­ξαί­ρε­ση της α­θη­ναϊκής γει­το­νιάς “εις την ε­σχα­τιάν της πό­λεως, ε­κεί­θεν του Με­τα­ξουρ­γείου”.
 Πα­ρα­πλή­σια πε­ρι­γρά­φε­ται η κα­τά­στα­ση και στο σκια­θί­τι­κο «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι», ό­που για­γιά και μά­να, πα­ρά τα βά­σα­νά τους, με τον γα­μπρό και σύ­ζυ­γο, που, α­ντι­στοί­χως, τους έ­τυ­χε, τα κα­να­κεύουν. Μό­νο που, σε αυ­τά τα δυο διη­γή­μα­τα, τα παι­διά δεν πρω­τα­γω­νι­στούν, ού­τε κα­θο­ρί­ζουν την α­τμό­σφαι­ρα. Ωστό­σο, στο δεύ­τε­ρο, οι παι­δι­κές στι­χο­μυ­θίες και το πα­ρα­φθαρ­μέ­νο τρα­γού­δι τους ε­λα­φραί­νουν το, κα­τά τα άλ­λα, μάλ­λον βα­ρύ κλί­μα.
Ήρωες παι­διά, για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους συγ­γρα­φείς, ση­μαί­νει την πε­ρι­γρα­φή, πρω­τί­στως, παι­χνι­διών. Στα τέσ­σε­ρα, α­μι­γώς εύ­θυ­μα, ε­ορ­τα­στι­κά του Πα­πα­δια­μά­ντη, τα παι­διά λέ­νε τα κά­λα­ντα, κα­νο­ναρ­χούν στη λει­τουρ­γία και τρώ­νε φου­σκά­κια, αλ­λά δεν παί­ζουν. Γε­νι­κό­τε­ρα, στα πα­πα­δια­μα­ντι­κά διη­γή­μα­τα, δεν υ­πάρ­χουν πε­ρι­γρα­φές παι­δι­κών παι­χνι­διών. Μό­νο, στο «Δαι­μό­νια στο ρέ­μα», σε μια σύ­ντο­μη πα­ρά­γρα­φο, α­να­φέ­ρο­νται παι­διά να παί­ζουν στο ύ­παι­θρο, κι αυ­τό, ό­μως, για να το­νι­στεί το συ­ναί­σθη­μα μειο­νε­ξίας του α­φη­γη­τή έ­να­ντι των συ­νο­μη­λί­κων του. Στα τρία εύ­θυ­μα ε­ορ­τα­στι­κά διη­γή­μα­τα, τα παι­διά λέ­νε τα κά­λα­ντα: “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής των Χρι­στου­γέν­νων του έ­τους 185…” στο διή­γη­μα «Της Κοκ­κώ­νας το σπί­τι», “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής του Αγ. Βα­σι­λείου” στο «Γου­τού Γου­πα­τού» και “την ε­σπέ­ραν της πα­ρα­μο­νής των Φώ­των του έ­τους 186…” στο διή­γη­μα «Ο Ση­μα­δια­κός».
 Στο τέ­ταρ­το, το «Ντε­λη­συ­φέ­ρω», κα­νο­ναρ­χούν, συ­νει­σφέ­ρο­ντας το με­ρί­διό τους στα ευ­τρά­πε­λα, που συμ­βαί­νουν κα­τά την α­κο­λου­θία των Χρι­στου­γέν­νων ε­ντός της εκ­κλη­σίας.
Πρό­κει­ται για το μο­να­δι­κό χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο χω­ρίς την πα­ρα­μι­κρή σκιά θλί­ψης ού­τε καν με­λαγ­χο­λίας. Και ε­πί­σης, το μο­να­δι­κό, που ε­κτυ­λίσ­σε­ται εξ ο­λο­κλή­ρου, πλην της κα­τα­λη­κτι­κής σκη­νής, ε­ντός του να­ού. Σκη­νές α­πό την χρι­στου­γεν­νιά­τι­κη α­κο­λου­θία υ­πάρ­χουν σε α­κό­μη δυο διη­γή­μα­τα: «Στο Χρι­στό στο Κά­στρο» ε­ντός της ο­μώ­νυ­μης εκ­κλη­σίας και στο διή­γη­μα «Οι ε­λα­φροΐσκιω­τοι» στην Πα­να­γία της Κε­χριάς. Ενώ, σε έ­να τρί­το διή­γη­μα, «Η Γλυ­κο­φι­λού­σα», πε­ρι­γρά­φε­ται το ε­σω­τε­ρι­κό του ο­μώ­νυ­μου, μη σω­ζό­με­νου, πα­ρεκ­κλη­σίου, της Πα­να­γίας της Γλυ­κο­φι­λού­σας, αλ­λά ό­χι κα­τά τη διάρ­κεια λει­τουρ­γίας. Σε αυ­τό το τε­λευ­ταίο διή­γη­μα, η πε­ρι­γρα­φή, κυ­ρίως το τμή­μα που α­να­φέ­ρε­ται στην προ­σκυ­νη­μα­τι­κή ει­κό­να της Πα­να­γίας, α­πο­τε­λεί έ­να κα­λό πα­ρά­δειγ­μα του τρό­που, με τον ο­ποίο ο Πα­πα­δια­μά­ντης με­τα­μορ­φώ­νει την πα­ρά­θε­ση ζω­γρα­φι­κών και λα­ο­γρα­φι­κών στοι­χείων σε συ­ναρ­πα­στι­κή α­φή­γη­ση.


Many thanks to ex libris

Δεν υπάρχουν σχόλια: