Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



  Με τον Παπαδιαμάντη έχουν ασχοληθεί ως τώρα πάρα πολλοί. Έκριναν τη ζωή του και το έργο του θετικά και αρνητικά. Επικράτησαν οι θετικές απόψεις, γιατί το ύφος, ο στοχασμός, η γλώσσα και η ζωντανή περιγραφή των τύπων και των τοπίων στα διηγήματά του είναι στοιχεία αξεπέραστα.
  Κρίθηκε ως μυστικοπαθής, φιλόθρησκος, αισθηματικός, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, και ότι επιδίωκε την απομόνωσή του απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Ζούσε σε ένα κόσμο δικό του, έξω από την εποχή του, χωρίς όμως, και να ανήκει σε μία άλλη εποχή. Ζούσε σε μια υπερβατική κατάσταση, και αυτό τον κάνει διαχρονικά σύγχρονο.

  Θα παρουσιάσουμε εδώ, κάπως πεζά βέβαια, τις απόψεις του για τα κοινωνικά θέματα, όπως τις αποτύπωσε ο μεγάλος λογοτέχνης στα διηγήματά του.
  Ας αρχίσουμε από τη θρησκεία. Ενώ φέρεται με σεβασμό προς τους ιερείς – ήταν ιερέας ο πατέρας του – και τους μοναχούς, δεν τρέφει τα ίδια αισθήματα και για τους Δεσποτάδες (Επισκόπους). Στο διήγημα «Τα πτερόεντα δώρα», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αλήθεια» των Αθηνών την 1 Ιανουαρίου 1907, γράφει, ότι ένας άγγελος κατέβηκε στη γη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, για να δώσει στους ανθρώπους δώρα από τον ουρανό. Πήγε πρώτα στο σπίτι ενός φτωχού, όπου εκείνος ήταν μέθυσος και έδερνε τη γυναίκα του και εκείνη τον έβριζε. Δεν τους έκρινε άξιους των δώρων και έφυγε. Μπήκε σε κτήριο, όπου οι άνθρωποι «μετρούσαν αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά». Έφυγε και από εκεί. «Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, δια να παρηγορηθεί, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχον παιγνιόχαρτα εις τας χείρας, και εις το βάθος αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατράπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διαφόρους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς : Τον Δεσπότην και Αρχιερέα!
  Ο Άγγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρα του (…) ετάνυσε τας πτέρυγας και επανήλθεν εις τας ουρανίας αψίδας».
  Στο διήγημα «Ο Ανάκατος», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» (τομ.Κ΄ 1910, σελ. 289 – 292) γράφει : «Με δύο αστακοουράς και με μίαν δαμετζάναν μοσχάτου το ζήτημα θα ηδύνατο να λυθεί ευνοϊκώς εις την έδραν της Επισκοπής, (επειδή τότε ακόμη δεν είχεν ακριβήνει, προς τοις άλλοις, και η σιμωνία, και δεν είχον διορίσει οι «δεσποτάδες», ανά το θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκέλλους εργολάβους, οίτινες ν’ απαιτούν εκατοστάρικα εις πάσαν τοιαύτην περίπτωσιν)».
  Αντιγράφουμε από το πρώτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη «Η Μετανάστις» που δημοσιεύτηκε στο «Νεολόγο» της Πόλης το 1879 – 1880. (Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιον Α΄ . Η Θεία μάστιξ). «Διότι προ της ενσκήψεως του δεινού, ο κληρικός ούτος έζει σχεδόν αφανής εν τη πόλει, και δεν ωμοίαζε προς τους σεβασμίους εκείνους ποιμενάρχας, οίτινες, αφού η φήμη των αρετών αυτών πληρώσει τας αιθούσας και τους θαλάμους εν καιρώ γαλήνης και ησυχίας, αποσύρονται κατά τας δυσχερείς περιστάσεις εις ευάερόν τι εξοχικόν μοναστήριον, ίνα προσευχηθώσιν εν σιγή υπέρ του ποιμνίου αυτών».
  Στο ανέκδοτο διήγημα «Ο Αυτοκτόνος», γραμμένο το 1892, γράφει : «Τάχα αι ευχαί, όταν είναι ώνιοι, ποίαν άλλην αξίαν έχουσι, ειμή την αξίαν του αργυρίου;
Μήπως και ο Παράδεισος δεν είναι αγοραστός, καθώς όλα;».
  Στο διήγημα «Ιατρεία Βαβυλώνος», γραμμένο το 1907 και δημοσιευμένο στο «Ελευθ. Βήμα» της 17 Αυγ. 1925, αρκετά μετά το θάνατό του, λέει : «Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός. Μόνον κατά πρόσχημα είναι η χριστιανοσύνη».

  Και για τον πολιτικό γάμο έγραψε ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Χωρίς στεφάνι» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις»  στις 24 Μαρτίου το
1896, μια ριζοσπαστική θέση, όχι μόνο για εκείνη την εποχή. Γράφει, λοιπόν : «Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα! Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης πρόνοιας, χριστιανικής και ηθικής, δια να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουσι να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον».

  Τους πολιτικούς και πολιτευτές περιποιείται ιδιαίτερα ο Παπαδιαμάντης στο μεγάλο διήγημά του (νουβέλλα) «Οι Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1892. Αυτό πρέπει να το διαβάσει ολόκληρο κανείς για να έχει πληρέστερη εικόνα της εποχής εκείνης, και να κάνει τη σύγκριση με τη σημερινή. Θα παραθέσουμε, όμως, μερικά αποσπάσματα.  «Αυτός, όσους ψήφους επήρε, τους είχεν αγοράσει ακριβά. Όλους πληρωμένους. Ένα εκλογέα δεν άφησε απλήρωτον». (…) «Κατά την πρώτην σύνοδον (της Βουλής), ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίσει εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς και δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρέτριάς του, και άλλους». (…) «Εφθόνει δε και τον Μανόλην τον Πολύχρονον, όστις ήξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν, εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της δίκης, να ευρίσκει απλήρωτους εκλογείς».
(…) «Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προεχειρίσθη εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελλάν».
 (…) «Τώρα, ποίος προστάτης, ποίος πολιτευόμενος, ποίος βουλευτής είναι ιπποτικότερος; Εκείνος, όστις εκ του ιδίου ταμείου αγοράζει τας ψήφους των εκλογέων, ή εκείνος, όστις τας αγοράζει εκ του δημοσίου θησαυρού
 (…) «Δια να επιθυμήσης τούτο, (να γίνεις βουλευτής) σημείωσε, πρέπει να είσαι χορτάτος. Η φιλοδοξία είναι η νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία είναι των πεινασμένων το νόσημα».

  Και για την αστυνομία έχει να πει δύο λόγια ο Παπαδιαμάντης. Στο διήγημα «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την 18 Γενάρη 1896, παρουσιάζει έναν αστυνομικό να συμβουλεύει ένα νεώτερο συνάδελφό του, λέγοντας : «Όταν βλέπεις καυγά, να τρέχεις από το πλαγινό σοκάκι, να αργοπορείς, ως που να περάσει η φούρια, και τότε να παρουσιάζεσαι.   
  Και άλλην συμβουλήν του έδωκε.
  Στον καυγά, πάντοτε να βλέπεις ποιος είναι δυνατώτερος και να φυλάγεσαι. Να μαλώνεις τον πιο αδύνατον, να του τραβάς κι ένα χαστούκι, και να επαναφέρεις την τάξιν. Έτσι θα βγαίνεις λάδι».

  Για τη διαγωγή της νεολαίας ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα «Τα μαύρα κούτσουρα», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, στο περιοδικό «Καλλιτέχνης» το 1912, γράφει : «…οι νέοι τούτου του καιρού άλλαξαν πλέον τα φερσίματά τους και τη διαγωγή τους. Όσοι μας έρχονται από τις Βλαχίες κι από άλλα μέρη, έμαθαν εκεί άλλα καμώματα, κι άλλους τρόπους, κι αυτά τα καμώματα τα μαθαίνουν και στους άλλους συνομηλίκους τους, τους εδώ. Τι τα θέλετε ; Αυτό είναι πράμα που κολλάει σαν ψώρα. Μια ψιλή σκέπη, μια τσίπα, είναι όλη του ανθρώπου η ντροπή. Άμα πάει η τσίπα, πάει πλέον ηθική και γνώση». Το διαχρονικό παράπονο των μεγαλυτέρων από τους νεώτερους.
  Και για την αγωγή των νέων από τους μεγαλύτερους λέει: «…φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγίες, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα». («Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» Χριστουγεννιάτικη «Ακρόπολη» του 1896). Σήμερα ως Χούλιγκανς ή με άλλη ιδιότητα κατεβάζουν βιτρίνες καταστημάτων.

  Στο ίδιο διήγημα γράφει και για την ακρίβεια. «Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιος μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή». 

  Θα κλείσουμε εδώ με τη διαπίστωση, ότι ο Παπαδιαμάντης έγραψε για πάρα πολλά ζητήματα που αφορούν την καθημερινή ζωή. Παρουσιάσαμε μερικά από αυτά, με την ελπίδα ότι θα αποτελέσουν το ερέθισμα για την ανάγνωση όλου του έργου του Παπαδιαμάντη. Η ωφέλεια θα είναι πολλαπλή. Πρώτα – πρώτα θα γνωρίσει μία πλευρά της ελληνικής γλώσσας πλούσιας, γλαφυρής και ικανής να ανταποκρίνεται σε όλες της απαιτήσεις της περιγραφής τοπίων, και συναισθημάτων.
Η δε μελέτη των χαρακτήρων των ανθρώπων, που παρουσιάζει ο συγγραφέας στα διηγήματά του, πλουτίζει τις γνώσεις μας και βοηθά στη διαμόρφωση της δικής μας συμπεριφοράς. Επίσης η σύγκριση των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του Παπαδιαμάντη με τις σημερινές μας παρέχει τη γνώση και τη δύναμη να αντιμετωπίζουμε καλύτερα τα παρουσιαζόμενα εκάστοτε προβλήματα.




 του Π.Καραθανάση

Δεν υπάρχουν σχόλια: