Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Και ιδού πώς, ακόμη και αυτά τα χάδια της κοιλιάς, μας οδηγούν σε εκείνη την αδιάπτωτη μαγεία του Παπαδιαμάντη!

Και άλλα χάδια της κοιλιάς...

ΤΟΥ ΗΛΙΑ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Στο πρώτο διεθνές συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη, που έγινε στη Σκιάθο στις 24 Σεπτεμβρίου 1991, παρουσίασα το θέμα: «Γκιουβέτσια και άλλα στον Παπαδιαμάντη». Αναφέρθηκα, τότε, αναλυτικά σε αυτό, το αγνοημένο (ή, και παρακατιανό) πλέον φαγητό, το γκιουβέτσι -φαγητό, που επανέρχεται συχνότατα στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, και του οποίου ο διηγηματογράφος μας μάς δίνει την πλήρη και ακριβή ταυτότητα. Θεωρεί το γκιουβέτσι ως το φαγητό των μοναχικών και, κατ' επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων: δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Με αποκλειστικό αφηγηματικό άξονα το γκιουβέτσι, ο Παπαδιαμάντης γράφει ένα από τα κορυφαία του διηγήματα, καθόλου διάσημο, σχεδόν άγνωστο, το αριστουργηματικό «Ο Κακόμης».

«Ολα είναι χάδια της κοιλιάς μα το ψωμί στημόνι
και το καϋμένο το κρασί όλα τ' αποστηλώνει...»

Δημώδες της Πάρου - «νήσου (κατά τον Παπαδιαμάντην) εκ των οινοφόρων Κυκλάδων».

Δεν είναι μόνον το γκιουβέτσι: στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση (δηλαδή, οφείλουν να προκαλούν...), οι συχνές, επίμονες και λεπτομερείς αναφορές σε φαγητά, γραμμένες μάλιστα με μια απέραντη τρυφερότητα.

Αγρια λάχανα, τυρόπιττες, περσικό πιλάφι, σούβλες, νεφραμιές, χοιρίδιον παραγεμιστόν, σπληνάντερα, κοκορέτσι, χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης, τρυφερά ερίφια, κρίταμα, αρμυρήθραι, τουλουμοτύρια, εχίνοι, οστρείδια, αστακοί μαγειρευτοί με μάραθα, πετροκάβουρα, παγούρια εύχυμα, κογχύλια, γωβιοί, λάχανα θαλασσινά, μοσχάτος οίνος, μαστίχαι, ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, χαμαδιά, τηγανίτες, φουσκάκια, πετμέζι, ξηρά σύκα -και τόσα άλλα χάδια της κοιλιάς (όπως τα ονομάζει ο ίδιος) πάνε κι έρχονται στις σελίδες των μυθιστοριών του. Ας δούμε το σχετικό απόσπασμα από το διήγημα του 1902 «Για τα ονόματα»:

«...οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών έδεναν τα καραβάκια τους, διά να παραχειμάσουν εις την πατρίδα, διά ν' απολαύσουν το θάλπος της εστιάς, και μη χάσουν, κοντά εις τους εχίνους και τα οστρείδια και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα, και τα οχταπόδια τα τηγανιστά με όξος, τις τυρόπιττες και τα "τυλιχτά" και τα "καλαπόδια" και τις "γριές" ή μεγάλες τηγανίτες -και τόσα άλλα "χάδια της κοιλιάς"...»

* * *

Ας παρακολουθήσουμε, τώρα, κάπως πιο συστηματικά και με τη χρονολογική σειρά δημοσιεύσεως των διηγημάτων, αυτή την ιδιάζουσα πραγματογνωσία του Παπαδιαμάντη, σε μια (περιωρισμένη, μάλλον) ανθολόγηση:

Εμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις, διά να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα-Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί όσας είχε, και τινα δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας...

[«Στο Χριστό στο Κάστρο», 1891]

...Εκεί μίαν των ημερών, εις την πλατείαν του Αργους, όπου έψηναν τις γουρουνοπούλες, επήγε κι εκάθητο ώραν πολλήν, κοιτάζων απλήστως τις σούβλες με τα ροδίζοντα αχνιστά γουρουνόπουλα... τότε... του έδωκε μίαν φέταν ψωμί κι ένα κομμάτι από το ψητόν χοιρίδιον...

[«Μεγαλείων Οψώνια», 1892]

...κι έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης... κι άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες οσονούπω ν' απολαύσωσιν ως «προφταστήρια» το ορεκτικόν κοκορέτσι...

[«Στην Αγι' Αναστασά, 1892]

...Εν τω μεταξύ ο μπαρμπα-Γκιουλής, ο κατ' αποκοπήν μάγειρος όλων των γάμων, είχεν ανάψει κάτω, εις την αυλήν του οικίσκου, δύο μεγάλας πυράς, και επί της μιάς ανεβίβασε τέραστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον, και ήρχισε να το τσιγαρίζη διά να κάμη το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγινεν ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά.

Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μίαν χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι' ης ανεκάτωνε κι ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. Ηλθε και ο γερο-Σιγουράντσας, αυτόκλητος βοηθός, διά να γυρίζη την άλλην σούβλαν. Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζη το ψητόν, μόλις ήρχισε να μυρίζη προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, ήρχισε να κόπτη γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και διά της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν. Κατεβρόχθιζεν αυτός τρία, διά προφταστήρα, ως έλεγεν, έδιδε και εις τον γερο-Σιγουράντσαν εν διά ψυχόσιασμα...

...Εις των καλεσμένων, ακούσας απ' επάνω την τραχείαν φωνήν του Γκιουλή, δι' ης απεδίωκε τους οχληρούς απαιτητάς (τους οποίους αυτός ο ίδιος είχεν αποπέμψει προ μικρού από την οικίαν, αφού τους εφίλευσε δις και τρις μπακλαβάδες και μαστίχες και ρώμια), επρόβαλεν από το παράθυρον και βλέπει τον Γκιουλήν, όστις ήτο κεκηρυγμένος εχθρός του μπακλαβά και όλων των γλυκισμάτων, εγχειρούντα γενναίως με την πλατείαν μάχαιράν του επί των νεφραμιών του ροδοκοκκινίζοντος ψητού. Τότε ο εκ των καλεσμένων, όχι μόνον δεν τον εμέμφθη, αλλ' αισθανθείς και αυτός την όρεξίν του να τον κεντά, έλαβε λάθρα μίαν από τας πολλά φλάσκας, τας οποίας είχον εισφέρει πλήρεις οίνου οι καλεσμένοι, και κατελθών ηρέμα εις την αυλήν, την επρόσφερεν εις τον Γκιουλήν, όστις ερρόφησεν όχι μετρίαν δόσιν, και κόψας ευγνωμόνως μέγαν μεζέν τον αντιπροσέφερεν εις τον διακριτικόν άνθρωπον. Μετά δύο δε ή τρεις αμοιβαίας φιλοφρονήσεις η φλάσκα εμέσασεν.

[«Οι Ελαφροήσκιωτοι», 1892]

Η θεία Χριστοδουλίτσα, παλαιόν λείψανον, 95 ετών, ήτο η γραία «μεζετζού». Ηγάπα τα θαλάσσια όψα, τα καβουράκια, τα κογχύλια και τας γαρίδας...

[«Γυνή πλέουσα», 1905]

* * *

Είτα η συντροφιά... θα εστρώνετο υπό τα πλατάνια, σιμά εις την βρύσιν, όπου ο Χρήστος ο Καλογιάννης θα ελιάνιζε το κοκορέτσι και ο Φραγκούλης του Πάνου θα εσούβλιζε το μπούτι, κι η Κρατήρα η Σκαρλάταινα θα έφερνε ζεστά αχνιστά τα τυροπ'τάρια, με χλωρόν τυρί, και με δωδεκάδα αυγών κατασκευασμένα, και ψημένα στον φούρνο του καλυβιού της...

[«Τ' αγγέλιασμα», 1905]

Εδείκνυε με το νεύμα προς την χαμηλήν, εις το μέσον της μεγάλης χειμωνιάτικης κάμαρης, εστίαν, όπου, αρτίως κατεβασμένη από το σπινθηρίζον πυρ, ήτο η χύτρα, γεμάτη φασόλια με ευώδες έλαιον· είτα μεγάλη γαβάθα γεμάτη αχινούς, αρτίως καθαρισμένους, και ταψίον με λαχανόπιττες αχνιστάς και μυροβολούσας από τα αρωματικά είδη των λαχάνων. Ητο σαρακοστή...

[«Η Ασπροφουστανούσα», 1907]

Ο Παναγής έφερε μαζύ του εις τα νυκτερινά υπό την λεύκαν δείπνα, πότε έξι έως επτά δωδεκάδας χαψιά, πλέοντα εντός βαθείας πιατέλας, με εκατόν δράμια λάδι και ανάλογον τριανταφυλλόξιδο, και ολάκερους σκεμπέδες παραγεμιστούς, σκληρούς ως πέτρα. Αλλά το μάλλον ευνοούμενον φαγητόν του ήτο το εξής: ολόκληρον χοιρίδιον παραγεμιστόν, με πολλούς σκόμβρους αντί σαλάτας, και ως επιδόρπιον χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης στη σούβλα...

(«Το κουκούλωμα», 1907)

* * *

Σήμερα φρίττουμε αναλογιζόμενοι τι καταβρόχθιζε ο ανωτέρω Παναγής, ή ο μπάρμπα-Γκιουλής στους «Ελαφροΐσκιωτους», όπως και οι τόσοι άλλοι που τρώνε και πίνουν στις σελίδες του Παπαδιαμάντη, όταν (μάλιστα) επιχειρήσουμε να συνδέσουμε όλο αυτό το φαγουριό με τον σύγχρονο μύθο της μεσογειακής κουζίνας... Εξάλλου αυτές οι αυθεντικές, πρωτόγονες, γήινες και ξεκάθαρες γεύσεις των ταπεινών εδεσμάτων, τα οποία περιγράφει ο Παπαδιαμάντης (και όπου, φυσικά, ουδέποτε έχει πατήσει το πόδι της η μάστιξ των μαγείρων...), μας αφήνουν την πικρή γεύση ενός οριστικώς απωλεσθέντος παραδείσου. Εννοείται ότι κανένα δείπνο, ουδενός ανοήτου σημερινού σεφ, μπορεί ποτέ να συγκριθεί με όσα η Κρατήρα η Σκαρλάταινα, η Μυρσούδα, η κυρά Γαλάτσαινα κ.λπ., κατασκεύαζαν και έψηναν, με τα ξυλαράκια που μάζευαν από το λόγγο, στο φούρνο του καλυβιού τους!

Το θέμα, όμως, που ανακύπτει εδώ, στο χώρο δηλαδή της λογοτεχνίας, είναι άλλο:

Διαβάζοντας τα έργα των πατέρων της πεζογραφίας μας, διαπιστώνουμε ότι το ελληνικό διήγημα, κατά την περίοδο της λαμπράς ακμής του, στηρίζεται σχεδόν στο σύνολό του στην τεχνική της περιγραφής -τεχνική, η οποία συνήθως εκμεταλλεύεται τη λειτουργία της μνήμης. Τα παραδείγματα είναι άπειρα: ας αναφέρω, δειγματοληπτικά, τις γλίτσες του Καρκαβίτσα στον Ζητιάνο, τα ελαιοτριβεία στον «Δεκατιστή» του Μωραϊτίδη, ή την βομβυκοτροφία στις «Νεράιδες» του, τα κουδούνια του Βλαχογιάννη στο ομώνυμο διήγημα κ.λπ., κ.λπ.

Τα χάδια της κοιλιάς του Παπαδιαμάντη δεν αποτελούν λαογραφικές και ηθογραφικές καταθέσεις (όπως μας τσαμπουνούσαν επί έτη για τους διηγηματογράφους μας), ασχέτως των πληροφοριών, τις οποίες μπορούμε να αποκομίσουμε εμμέσως, εκ των κειμένων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συνειδητή κατάθεση πραγματογνωσίας.

Αυτή η μεθοδολογία της περιγραφής (δηλαδή, ουσιαστικά, η πραγματογνωσία) επέτρεψε στους Ελληνες πεζογράφους να οικοδομήσουν έναν στέρεο, πειστικό και ευχερώς αναγνωρίσιμο χώρο, από όπου τα πρόσωπα δεν προκύπτουν αυθαίρετα και αδέξια από κάποιον ως από μηχανής θεό, αλλά αναδύονται φυσικότατα και θάλλουν, μέχρις ότου αναχθούν σε πρόσωπα του μύθου. Μέχρις ότου, δηλαδή, υπερβούν την αρχική υπόστασή τους, την αποβάλουν και καταστούν ήρωες. Ο χώρος τούς παρακολουθεί: λειτουργεί και αυτός πέραν της αρχικής περιγραφής, καθιστάμενος τελικά ένας χώρος ποιητικός -ένας χώρος ιδιαίτερης μαγείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: