Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Η Ασύνειδος μητρική «παραβατικότητα» στον Παπαδιαμάντη.


Συντάκτης 
Σοφία Δ. Κανταράκη


......λέγουν ότι οι κατάρες εκείνων τών γυναικών πιάνουν, αίτινες σπανίως καταρώνται ... 

Ο Παπαδιαμάντης προβάλλει   μέσα απο τον τόπο της καθ'ημάς ανατολής. Γι'αυτό και καταθέτει μια ζωντανή εμπειρία και αλήθεια ζωής.
Είναι κομμάτι δικό μας, κομμάτι κάθε οικογένειας και κάθε κοινωνίας . Την τέχνη του, όπως είπε και ο καθ. κ. Δημητρακόπουλος σε ημερίδα για τον πεζογράφο, δεν πρέπει να προσπαθούμε να την καταλάβουμε αλλά να την αισθανθούμε. Το μεγαλείο του λόγου του δεν κρύβεται μόνο στο ερωτικό, πολιτικό, κοινωνικό κύτταρο που μπορεί να συνθέτει τον κόσμο του, αλλά και στα στοιχεία εκείνα, που υποσυνείδητα αφήνουμε αχαρακτήριστα, ακατανόητα και συχνά  τα προσπερνάμε. Τέτοιας απόχρωσης  είναι το θέμα με τις αρές και βλαστήμιες  που εκτοξεύονται περιέργως από μητρικά χείλη προς το ίδιο τους το αίμα.

Στις οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες μιας κλειστής κοινωνίας τα παιδιά δεν ήταν άχθος αλλά ευλογία, αφού οι απαιτήσεις της ζωής ήταν μικρές και τα παιδιά από πολύ μικρά συμμετείχαν στην παραγωγή. Εξάλλου ο αριθμός των μελών και οι σχέσεις συγγένειας καθόριζαν την ισχύ της οικογένειας, σε μια φάση που οι ανταγωνισμοί είχαν έναν κάθετο φυλετικό κι όχι οριζόντιο ταξικό χαρακτήρα. Το χρήμα δεν είχε ακόμη αναχθεί σε πρώτη κοινωνική αξία. Μόνο σε περιπτώσεις που ο αριθμός των παιδιών και ιδιαίτερα των κοριτσιών (που δεν ήταν τόσο χρήσιμα στις διαρκείς συγκρούσεις των γενών) ήταν υπερβολικός, μπορούσε να εμφανίζεται το φαινόμενο της παιδοκτονίας, όχι ως έγκλημα αλλά ως «λειτούργημα» κοινωνικής ισορροπίας. Οι μελέτες διαφόρων εθνολόγων (π.χ. Davis, Black, κλπ.) έδειξαν πως η παιδοκτονία είναι αρκετά αυξημένη σε κοινωνίες με χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και αυξημένη γεννητικότητα. Με άλλα λόγια ήταν κάτι «επιβεβλημένο» από κάποιες αδήριτες ανάγκες και, συγκεκριμένα, όταν η οικογένεια δεν είχε δυνατότητες διατροφής. Η κοινωνία, ως μέσο αυτοπροστασίας, καταφεύγει στη λύση της «βρεφοκτονίας», επειδή δεν μπορεί να υπερβεί κάποια όρια αντοχής.

Παιδοκτονία όμως, με την έννοια που προαναφέρθηκε διαπράττεται στον Παπαδιαμάντη μόνο στη Φόνισσα, που πληροί όλες τις προυποθέσεις  κοινωνικής ανισορροπίας και απωθημένης κοινωνικής καταπίεσης, από μια μάνα που εν πλήρει συνειδήσει καταβαραθρώνει το μητρικό της ρόλο στο όνομα της λύτρωσης και παράλληλης σωτηρίας, αυτών των εκκολαπτόμενων κορασίδων-υπηρετριών. Πού τελείται λοιπόν ασύνειδος παιδοκτονία, χωρίς η μάνα να πράξει το παραμικρό, ούτε καν να κουνήσει το μικρό της δακτυλάκι; Το ερώτημα απαλλάσσεται του ρητορικού του χαρακτήρος με την παραπομπή στη λειτουργία της κατάρας και της βλασφημίας από την ίδια την πηγή της ζωής,  τη μάνα.


Στο διήγημα «Στρίγγλα –μάνα» συναντάμε τη μορφή εκείνης της μάνας, που όλοι απευχόμαστε να  είχαμε καν ακούσει. Δεν είναι μόνο  το ερωτικό και σαγηνευτικό στοιχείο που ελκύει στο άκουσμα  μιας γυναικείας παρουσίας και ερεθίζει ταυτόχρονα τη ποταπή μας φαντασία , είναι και το κακεντρεχές, το σκοτεινό , το ερεβώδες και παράλληλα αποκρουστικό. Με περισσή περιγραφικότητα και ζωντάνια έρχονται αυτές οι μορφές του Παπαδιαμάντη να  προβάλλουν πτυχές ανείπωτες, μιας πεζής, αλλοτινής  καθημερινότητας που ταράζει τα γαλήνια νερά του μητρικού, και όχι μόνο, παραβατισμού. Φόνος εμμέσως διαπράττεται πλέον με τους ιοβόλους εξακοντισμούς αρών, οι οποίες κατά περίεργο τρόπο κατασπαράσσουν τα ανύποπτα θύματα τους.
"Είχε δύο θυγατέρας, και ήτον χήρα, και οι υιοί της την είχαν παραιτήσει, κ' έκλαιε και ωδύρετο, κ' «εψήλωνεν ο νους της»! ...Πώς θα τας υπανδρεύση, πώς θα τας αποκαταστήση! ... Και τας εβλασφήμει, και τας κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μη σώσουν να πάνε παραπάνω!.......... Και τας υπάνδρευσε καλά... Τας εστόλισε και τας εστεφάνωσε, την μίαν κατόπιν της άλλης... και τας εσκέπασε και τας εκουκούλωσε με το χώμα... «Πήραν την πλάκα πεθερά», πήραν το μνήμα προίκα, το μαύρο χώμα σύντροφο!..."

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει την ηρωίδα του από την αρχή με τη φράση «στρίγγλα μάνα». Και πραγματικά αυτή η μάνα ήταν στρίγγλα ακόμη και με το γιο της, αφού «η ίδια η μάνα του τον είχε τρελάνει με τις στριγγλιές και τις βλασφημίες της».Ήταν επίσης καταπιεστική αφού «αυτή η ίδια τον εβίαζε να πηγαίνη με τις βάρκες . Αυτή τον ηνάγκαζε να πάη να σκάψη το αμπέλι –γιατί δεν είχε να πληρώσει μεροκάματα. Αυτή τον υποχρέωνε να κάμνη όλες τις δουλειές» . Μιλούσε αυταρχικά στο γιο της όταν αυτός περνούσε την ώρα του τραγουδώντας : «Βρε συ, τίνος το λέω; θα τσακιστείς από κει γλήγορα ή θαρθώ να σου κάμω τα μούτρα σου μαύρα σαν το μπουζούκι;» Και σε άλλη περίπτωση « Σαν είδε η Ζωγάρα ότι ο υιός της είχεν κωφεύσει εις τας δύο προσκλήσεις της, επήρε μίαν μακράν στρβολέκαν ή μαγκούρα, την οποίαν είχε δια στήριγμα εις τας εκδρομάς της ανά τους αγρούς (...) και κατέβη από τον δρόμον (...) Γρεμοτσακίσου τώρα κι άφησε το μπουζούκι σου».
 Ο συγγραφέας τη χαρακτηρίζει επίσης «άστοργη». « Ο κόσμος έλεγεν, ότι αυτή, με την αστοργίαν της, τους είχε αποξενώσει, αυτή τους είχε κάμει να σουρτουκέψουν (...). Και τους εβλασφήμει και τους κατηράτο, να μην είχαν ποτέ γεννηθή, να μην σώσουν να πάνε παραπάνω (...) Έλεγεν ο κόσμος. Ότι αυτή τους είχε ψωμοφάγει με τη γρίνια, με τη στριγγλιά της, με τις βλασφημίες, με τις κατάρες .....» Ο κόσμος, οι συντοπίτες της την θεωρούσαν γρουσούζα : « Σιμά εις όλα τα άλλα, ο κόσμος την είχε δια «γρουσούζα» δια «γουρουνοπόδαρην» . Ηταν απαισία».
Και τέλος όταν η μάνα έχασε το γιο της για τρεις μέρες, «τότε η Ζωγάρα έγινε σκύλα, έγινε τούρκα, μετενόησε πικρώς, διατί να μην το έχει σπάση, διατί να μη το έχει κάψη στην εστίαν της μίαν ημέραν χειμερινήν το μπουζούκι του υιού της, αφού τούτο, ως της εφαίνετο, τον έκαμνε να χάνη τα μυαλά. Εν τω θυμώ της δεν υπέφερεν αυτή να χολοσκάνη και να βράζη επί πολύ, όπως άλλαι γυναίκες, μέσα της, αλλά προέβη ευθύς εις γενναίαν απόφασιν ...».( 1)


Ο ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη ξέρει να βλέπει τον κόσμο του σε όλο το βάθος του, τη σκληρότητα της ύπαρξης σε όλη της την έκταση, το άχαρο και θλιβερό της ζωής σε όλη την τραγικότητά τους. Ένας αδιάκοπος αγώνας του ανθρώπου μονάχα για τη συντήρηση, ένας αγώνας που σβήνει κάθε άλλο αίσθημα, συντρίβει κάθε δεσμό, πνίγει κάθε ανθρώπινη ευγένεια, κάθε παραδομένη αρετή. Κανείς σκοπός, καμιά χαρά διαρκέστερη· αν κάπου φωτεινές στιγμές, και αυτές σταθμοί για παραπέρα θλίψεις, για ταχύτερους αγώνες. Από πουθενά δεν φέγγει ελπίδα, η θεϊκή ενατένιση και αυτή νεκρωμένη με το χαλάρωμα της πίστης για τον  ορθόδοξο ποιητή.(2)

Το διήγημα, « θάνατος της κόρης», αναφέρεται σε μια άγαμη κοπέλα, την Σειραϊνώ, η οποία μέχρι να παντρευτεί ζούσε στο πατρικό της σπίτι με τους γονείς και τον μεγαλύτερο αδερφό της με την γυναίκα του. Εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα της η Σειραϊνώ συχνά καυγάδιζε με την «ανδραδέλφη» της, δηλαδή τη γυναίκα του αδερφού της, στεναχωρώντας τη καλοσυνάτη μητέρα της, η οποία έσπευδε πάντα να τις χωρίσει. Μέχρι που κάποια μέρα η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο: η μητέρα της εξοργίστηκε τόσο πολύ με εκείνη και χωρίς να την αφήσει να της εξηγήσει τι είχε συμβεί την καταράστηκε, κάτι που φυσικά δεν γινόταν διόλου συχνά. Οι κατάρες πραγματοποιήθηκαν και έτσι τα άτυχο κορίτσι, αφού εκπλήρωσε πρώτα ένα-ένα τα στάδια της κατάρας της μητέρας της, πέθανε.   
«Όλας τάς μικράς έριδας, τάς μεταξύ τής νύμφης καί τής ανδραδέλφης, προελάμβανεν ή εθεράπευε συνετώς ή κυρά-Σοφούλα. Έάν ήτον αλλη πενθερά ούτε θά εδέχετο τήν νύμφην πλησίον της. Έάν ήτο αλλη μήτηρ, θά έδιδεν όλα τά δίκαια εις τήν κόρην της. Αυτή εξ εναντίας έρριπτε σχεδόν όλα τά βάρη εις τήν κόρην της, κ' έλεγεν ότι αυτή τά πταίει όλα, όχι ή Μπραϊνώ.

Καί μίαν ήμέραν εορτής, ή Σειραϊνώ καί ή Μπραϊνώ έστησαν ενα μικρό καυγάν εις τήν οΙκίαν. Ή μνηστευμένη νέα είχε χάσει τήν υπομονήν. Διότι ή νύμφη της τήν είχε ερεθίσει καθ' υπερβολήν διά τού υπεροπτικού τρόπου της, εκτός αλλων είχε ρίψει μικράν τινα διαβολήν εις υπήκοον τής πενθεράς της, επί ελλείψει οικονομίας κατά τής ανδραδέλφης της, καί τήν εΙχε ονομάσει "σκορπαλευρού" .. ,

Τήν λογομαχίαν ηκουσε ή γραία Σοφούλα, κ' έσπευσε νά επεμβή.

- Τί έχετε πάλι; Δέν θά ήσυχάσης, Σειραϊνώ;

Πρίν ακούση ακόμη, εκ προκαταβολής έσπευδε νά επιρρίψη τό αδικον εις τήν κόρην της.

Ή Μπραϊνώ έβγαλε τότε γλώσσαν, καί εξετραγώδησε τήν θέσιν της, ενώπιον τής πενθεράς, ως όλως αφόρητον. Αυτή, ηλπιζεν, εΙπεν, όταν εβγήκε απ' τό σπίτι τού πατρός της, ανέβγαλτη καθώς ήταν καί μεταξωτή, "μή μου άπτου" , ηλπιζεν ότι δέν θά ευρη διαφοράν από τό σπίτι τού πατρός της, ότι επήρε "ανθρωπον απ' ανθρώπους" , καί όχι νά ευρη μιά τέτοια νέα φιδογλωσσού, πού νά τήν κεντά κάθε λίγο μέ τήν γλώσσαν της, νά ονειδίζη τό σπίτι τού πατέρα της, καί νά τήν ονομάζη "ξεσόιαστη" .

Ή γραία ωργίσθη κατά τής Σειραϊνώς. - Νά πιαστή ή γλώσσα σου, εΙπεν.

Ή Σειραϊνώ δέν ήτο συνηθισμένη ν' ακούη τήν μητέρα της νά καταράται.

- Μάννα, δέν την  ειπα ξεσόιαστη ... εψέλλισε.

_ Καί τ' ειναι κείνα πού μού 'πες.

_ Δέν σ' ειπα ξεσόιαστη, οχι ... μοναχή σου τό λές. _ Σκασμός! εΙπα, εφώναξεν η γραία.

_ Μάννα, λέει ψέμματα ... Αυτή μέ ειπε σκορπαλευρού ... Ή γραία ειχεν εξέλθει από τήν συνήθη αταραξίαν της.

_ λούφαξε, σού ειπα' δέν θά μού σταίνης καυγά τό σπίτι.

Νά εχης ενα λόγο παρακάτω από τή νύφη. Ακουσες τί ειπε η θέσις της εδώ μέσα κατάντησε ανυπόφορη.

_ Γιά μένα κατάντησε ανυπόφορη! υπέβαλε μετά κλαυθμού η  Σειραϊνώ. 'Αλήθεια, καλύτερα νά μήν έσων νά βρεθώ εδώ μέσα.

_ Νά μή σώσης! Νά σέ κουβαλήσω μιάν ωρα αρχύτερα. Νά σέ νεκρασπασθώ. Νά μη σαραντήσης!

Ήτον τόσον σπάνιον πράγμα νά καταρασθή η γρια-Σοφούλα' καί όμως κατηράσθη. λέγουν ότι οι κατάρες εκείνων τών γυναικών πιάνουν, αίτινες σπανίως καταρώνται ...

Η Σειραϊνώ ειχε πέσει εις τήν κλίνην τήν επαύριον μετά τήν σκηνήν, τήν όποίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω. Τήν τρίτην ημέραν απήντα εις τόν πατέρα της ότι ειναι "καλύτερα" καί "δέν εχει τίποτε". Τήν εσπέραν τής ιδίας ημέρας εβάρυνε καί ό πυρετός ηύξησε. Τήν τετάρτην ημέραν εχασε τήν φωνήν της, δέν ηδύνατο πλέον νά όμιλήση. Ή μητέρα της ώς πρώτην κατάραν εΙχε τοξεύσει κατ' αυτής "νά πιαστή ή γλώσσα της". Ή ασθενής εδειξε ότι εκαλυτέρευεν όλίγον κατά τάς έπομένας ημέρας. Μετά τρείς ημέρας νέα επιπλοκή επήλθεν ... Τέλος μετά πέντε εβδομάδας καί ημίσειαν η αγωνία ελαβε τέλος. Έφυγεν η νόσος, απήλθε καί η ζωή μετ' αυτής.

Ή Σειραϊνώ πράγματι "έπεσε καί απέθανε" κατά τήν λίαν παραστατικήν εκφρασιν. Τόσον ραγδαίον καί ανέλπιστον υπήρξε τό πράγμα.

Ή μήτηρ της τήν ειχε καταρασθή "νά μή σαραντήση" καί δέν εσαράντισεν. 'Απέθανε πράγματι τήν τριακοστήν ενάτην ημέραν από τής σκηνής εκείνης» ( 3).

Στο διήγημα, «Γλυκοφιλούσα» η θεια-Αρετώ,  είναι η Αρετώ Δημ. Πατσοστάθη (1814-1894) κόρη του Νικολάου Κουλμενή «αφιλοκερδής νεωκόρος καί πρόθυμος διακοσμήτρια ολων των εξωκκλησίων εις τήν έρημον εκείνην  ακτήν τού Κάστρου».
Και η κόρη της που πέθανε είναι η Δεσποινού, που παντρεύτηκε το 1887 τον Κωνσταντή Μιχ. Δήμου, που ο Παπαδιαμάντη; τους δίνει τα ονόματα Αλεξανδρώ και Κωνσταντής Ντάνας. Τη θεια-Αρετώ «τήν είχαν επονομάσει "ή Χρονίστρα" και άλλοι τήν έλεγαν απαισίω, "ή Άχρόνιαστη" . Γιατί, "τήν ημέραν καθ' ην έγινε νύμφη ή κόρη της οργισθείσα από περισσάς ισως απαιτήσεις τού γαμβρού, από διφορουμένην ίσως καί την παθητικήν στάσιν τής κόρης, τίς οίδεν από τί τέλος, τής είπεν εις τόν θυμόν της επάνω «νά μήν τήν ευρ' ο χρόνος!". Καί πράγματι  δέν εχρόνισε. Απέθανε δέκα  ήμερών λεχώ καί τό παιδί δωδεκαήμερον, αφού εβαπτίσθη». (4)

Ζοφερή η πραγματικότητα που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης, αλλά  μεστή αλήθειας  και νοήματος. Ένας ανεξερεύνητος, μύχιος, εσωτερικός  κόσμος  μιας μάνας με ακαταλόγιστες κινήσεις, εντελώς αταίριαστες του ρόλου που έχει ταχθεί, αντιτάσσεται,   ευθέως και ευθαρσώς, χωρίς ίχνος ενδοιασμού στη γυναικεία ευαίσθητη ίσως και ρομαντική αλλά απόλυτα εξισορροπημένη με τη συνέχιση της ζωής, φύση του.  Η ανυπέρβλητη αξία του μητρικού ρόλου χάνει για λίγο τα σκήπτρα  της και υποκλίνεται στα άγρια  ένστικτα  μιας  πρωτόγονης  συμπεριφοράς. Μιας συμπεριφοράς που καλείται να  υποσκάψει το ασυνείδητο, ως καταφύγιο μιας αλλοτινής καταπίεσης και ενός παρελθοντικού απωθημένου. Ίσως και οι ίδιες να είχαν βιώσει παρόμοιο αίσθημα απόρριψης και απαξίωσης, σ’ένα  ίδιο περιβάλλον και κάτω από ίδιες συνθήκες .Εδώ όμως ο θάνατος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο , προσκεκλημένος απ’την ίδια την πηγή της ζωής. Ο θάνατος που είναι πανταχού παρών σ’ολο το έργο του Παπαδιαμάντη, να μας θυμιζει ίσως το πρόσκαιρο της ύπαρξης μας αλλά και τη ματαιότητα των πράξεων μας.
Την τέχνη του Παπαδιαμάντη πρέπει να την αισθανθούμε………..



Βιβλιογραφία
1.Ιω.Ν.Φραγκούλας. ανεξερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλ.Παπαδιαμάντη
2. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, «Παπαδιαμάντης», από το ΕΑΠ.
2. «Θάνατος κόρης». Άπαντα. Τομ. 4. εκδόσεις Δόμος
3 «Στρίγγλα μάνα».Απαντα.τομ.3.εκδοσεις Δόμος
4. .«Η γλυκοφιλούσα.»τ.3, σελ.71-72,78-79. τομ.3.εκδοσεις Δόμος

Δεν υπάρχουν σχόλια: